- πανιώνιος
- I
Κάτοικος της αρχαίας Χίου που αγόραζε ωραίους νέους ή και παιδιά, τους ευνούχιζε και τους πουλούσε στις Σάρδεις και στην Έφεσο αντί μεγάλων χρηματικών ποσών. Τους ευνούχους αυτούς οι άρχοντες της εποχής τους χρησιμοποιούσαν για οικιακές υπηρεσίες ή και ως παιδονόμους. Ένα από τα θύματα του Π. ήταν ο Πηδασέας, που τον χρησιμοποιούσε ο Ξέρξης ως φύλακα των νόθων παιδιών του. Κάποτε, ωστόσο, ο Πηδασέας κατόρθωσε να συλλάβει στην Αταρνέα της Μυσίας τον Π. και τους τέσσερις γιους του και τους ευνούχισε και τους πέντε.IIΑθλητικό σωματείο που ιδρύθηκε στη Σμύρνη. Το πλήρες όνομά του είναι Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος. Το σωματείο προέρχεται από τη συγχώνευση του αμιγώς γυμναστικού σωματείου Γυμνάσιον και του μουσικού ομίλου Ορφεύς. Πριν από τη συγχώνευση, το Γυμνάσιον είχε ιδρύσει στη Σμύρνη γυμναστήριο, όπου, από το 1896, οργάνωνε αγώνες, γνωστούς ως Πανιώνιους.Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ο Π. μεταφέρθηκε στην Αθήνα (1922), όπου και εξακολούθησε τη δράση του.
Η ποδοσφαιρική ομάδα του Πανιωνίου για την περίοδο 1997-98 (φωτ. ΑΠΕ).
* * *-α, -ο / πανιώνιος, -ία, -ον, ΝΑ1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους Ίωνες2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Πανιώνιονιερό άλσος στους πρόποδες τού όρους Μυκάλη στην Ιωνία, στο οποίο υπήρχε και ναός τού Ελικωνίου Ποσειδώνος, όπου συνερχόταν το συνέδριο τών πληρεξουσίων τών δώδεκα ιωνικών πόλεων3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Πανιώνια(ενν. ιερά) εορτή που τελούσαν όλοι οι Ίωνες σε συνδυασμό με γυμνικούς αγώνες προς τιμήν τού Ποσειδώνος στο ιερό άλσος Πανιώνιον τής Μυκάληςαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ο Πανιώνιοςα) προσωνυμία τού Απόλλωνοςβ) προσωνυμία τού αυτοκράτορα Αδριανούγ) είδος αμφορέα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + Ἴωνες].
Dictionary of Greek. 2013.